- λωτίκιον
- λωτίκιον, τό,A = λωδίκιον, Dim. of λῶδιξ, Sammelb.7033.38 (v A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λωτίκιον — λωτίκιον, τὸ (Α) λωδίκιον* … Dictionary of Greek
λωδίκι(ο)ν — και λωτίκιον, τὸ (Α) [λώδιξ] 1. μικρή κουβέρτα, κλινοσκέπασμα 2. μανδύας, επενδύτης … Dictionary of Greek